αντήχηση — η ο ήχος που προέρχεται από ανάκλαση, ηχώ, αντιλάλημα: Η αντήχηση που έφτανε στ αυτιά τους ήταν αρκετά δυνατή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντήχηση — Το φαινόμενο της ενίσχυσης του ήχου ο οποίος παράγεται μέσα σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο, εξαιτίας της συμβολής των ανακλώμενων κυμάνσεων. Για να συμβεί το φαινόμενο αυτό της α., πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πηγών του ήχου και του εμποδίου… … Dictionary of Greek
αντηχητικός — ή, ό αυτός που αποδίδει την αντήχηση, ο κατάλληλος για να προκαλείται αντήχηση … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αντίβουο — το 1. αντήχηση βοής, βουητού 2. βουητό που έρχεται από μακριά … Dictionary of Greek
αντίκτυπος — ο κ. αντίχτυπος (Α ἀντίκτυπος ον) νεοελλ. 1. αντήχηση κτύπου 2. απήχηση, ανακλώμενο αποτέλεσμα, συνέπεια αρχ. αυτός που αντηχεί … Dictionary of Greek
αντίλαλος — ο ανάκλαση ήχου, αντιβούισμα, αντήχηση 2. απήχηση, αντίκτυπος, εντύπωση … Dictionary of Greek
αντίπεμψις — ἀντίπεμψις, η (Α) αντήχηση, ηχώ … Dictionary of Greek
αντανάκλαση — η (AM ἀντανάκλασις) 1. αλλαγή κατεύθυνσης των φωτεινών ακτίνων όταν προσπέσουν σε λεία και στιλπνή επιφάνεια 2. (για ήχο) αντήχηση, ηχώ νεοελλ. έμμεση επίδραση ενέργειας ή κατάστασης μσν. φωταύγεια, αίγλη … Dictionary of Greek